Τιθορέων Έλαιον


Ελαιοκομικός Συνεταιρισμός Δυτικής Λοκρίδας

Η συγκομιδή των καρπών της ελιάς, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, ήταν και παραμένει μία επίπονη, δαπανηρή και χρονοβόρα εργασία. Για τους πιο πάνω λόγους τόσο οι Ιταλοί όσο και οι Ισπανοί δοκίμασαν, αρχικά και στη συνέχεια υιοθέτησαν διάφορες τεχνικές συγκομιδής, πιο γρήγορες και φθηνές, όπως είναι για παράδειγμα η συγκομιδή με δονητές, τις οποίες και εφαρμόζουν από χρόνια στην πράξη.

Παρόλα αυτά όμως, όταν το κλίμα και το γεωγραφικό ανάγλυφο το επιτρέπουν, ακόμα και η συγκομιδή με δονητές μπορεί να αντικατασταθεί με ακόμα πιο σύγχρονες τεχνικές καλλιέργειας όπως είναι οι Υπέρπυκνες Γραμμικές Καλλιέργειες Ελιάς (ΥΓΚΕ). Στις ΥΓΚΕ όλες σχεδόν οι εργασίες, από τη φύτευση και τη συγκομιδή μέχρι τους ψεκασμούς και το κλάδεμα γίνονται αποκλειστικά με μηχανήματα, απασχολώντας ελάχιστο εργατικό δυναμικό.

Στην Ελλάδα η εφαρμογή των ΥΓΚΕ ξεκίνησε διστακτικά πριν από λίγα χρόνια σε διάφορες περιοχές όπως η Φθιώτιδα, Δυτική Πελοπόννησος, Λακωνία, Ηλεία, Δυτική Στερεά Ελλάδα κ.λπ., με πρωτεργάτες φυτωριούχους και προοδευτικούς ελαιοπαραγωγούς. Στη συνέχεια όμως οι ΥΓΚΕ, παρ` όλα τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ή συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ως αποτέλεσμα της προσαρμογής της νέας μεθόδου στις Ελληνικές συνθήκες, απέδειξαν την αξία τους και είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να επεκτείνονται σε όλες εκείνες τις περιοχές της Ελλάδας που οι εδαφοκλιματικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Ένας από τους πρωτεργάτες στην υιοθέτηση, την εφαρμογή και την εξέλιξη της μεθόδου των ΥΓΚΕ στην Ελλάδα είναι και ο ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΚΌΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΌΣ ΔΥΤΙΚΉΣ ΛΟΚΡΙΔΑΣ, στη Φθιώτιδα, στις βόρειες υπώρειες του Παρνασσού. Σήμερα ο συνεταιρισμός μας διαθέτει εμπειρία στη μέθοδο ΥΓΚΕ που λίγοι Ελαιοκομικοί Συνεταιρισμοί, στην Ελλάδα, διαθέτουν. Το ευάερο μικροκλίμα που επικρατεί στις περιοχές καλλιέργειας, όπως αυτό διαμορφώνεται από την κοιλάδα του Κηφισού και τον ορεινό όγκο του Παρνασσού, σε συνδυασμό με τα γόνιμα, ελαφρά επικλινή και στραγγερά εδάφη, δημιουργούν άριστες συνθήκες για την καλλιέργεια της ελιάς, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις προσβολές από εχθρούς και ασθένειες στα δένδρα.

Το ιδιαίτερο αυτό μικροκλίμα σε συνδυασμό με το μεράκι, την εμπειρία, τον επαγγελματισμό και την επιστημονική παρακολούθηση σε όλα τα στάδια της παραγωγής και της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, επιτρέπει στα μέλη του Συνεταιρισμού να παράγουν ελαιόλαδο εξαιρετικής ποιότητας, μίας ποιότητας που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καλύτερα ελαιόλαδα όλου του κόσμου. Επισημαίνεται ότι η περιοχή μνημονεύεται ήδη από τα αρχαία χρόνια για την εξαιρετική ποιότητα των ελαιολάδων της (Παυσανίας).

Η επιλογή επίσης της γνωστής ποικιλίας ARBEQUINA, που οι περισσότεροι έλληνες και ξένοι τη θεωρούν Ισπανική, δεν πρέπει ούτε να ξενίζει, ούτε να προσβάλει την Ελληνική παράδοση, γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται γιά μία ποικιλία «Ελληνικής καταγωγής». Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ARBEQUINA ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΑΙΟΚΟΜΟΥΣ, ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΟ ΝΙΚΟ ΛΥΧΝΟ ΣΤΟ ΔΙΤΟΜΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ «ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΗΣ ΕΛΑΙΑΣ. ΤΌΜΟΣ Α΄. 1948. ΣΕΛ. 170», ΑΛΛΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΙΣΠΑΝΟΥΣ ΣΤΑ ΠΛΕΟΝ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥΣ (RAMON BLANCO. 1926. "ESTUDIO BIOMETRICO DE LA OLIVA ARBEQUINA". ΣΕΛ. 1. A.V. "ELS OLIS D`OLIVA DE CATALUNYA". 2006. ΣΕΛ. 22).

Η καλλιέργεια λοιπόν της ποικιλίας Arbequina ήταν και παραμένει συνειδητή επιλογή από τον Ελαιοκομικό Συνεταιρισμό Δυτικής Λοκρίδας, διότι το λάδι της όχι μόνο μοιάζει σε πολλά σημεία με εκείνο της ντόπιας ποικιλίας «Κοθρέϊκη» αλλά και επειδή πλεονεκτεί γευστικά σε σύγκριση με το πολύ γνωστό λάδι της ποικιλίας «Κορωνέϊκη» που καλλιεργείται σε όλη σχεδόν τη Νότια Ελλάδα.

Ο συνδυασμός σε μία μόνο ποικιλία ελιάς (Arbequina), των εξαιρετικών οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του λαδιού, με την καλύτερη, μέχρι στιγμής, προσαρμοστικότητα των δένδρων στα υπέρπυκνα γραμμικά σχήματα, την αντοχή στο ψύχος, τους εχθρούς και τις ασθένειες, επιτρέπει την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας ελαιολάδων, πολύ δε περισσότερο όταν ο ελαιόκαρπος συγκομίζεται στην ώρα του, ελαιοποιείται αυθημερόν και το παραγόμενο λάδι αποθηκεύεται και τυποποιείται σε σύγχρονες εγκαταστάσεις.